τραχυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(41)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τραχυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τραχύνω]]<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] τραχύ.
|mltxt=-ή, -ό / [[τραχυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τραχύνω]]<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] τραχύ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾱχυντικός:''' раздражающий, возбуждающий (sc. [[οἶνος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 04:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχυντικός Medium diacritics: τραχυντικός Low diacritics: τραχυντικός Capitals: ΤΡΑΧΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trachyntikós Transliteration B: trachyntikos Transliteration C: trachyntikos Beta Code: traxuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A making rough, Arist.Pr.872b36: c. gen., τῆς ἀρτηρίας Dsc.3.74.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυντικός: -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· μετὰ γεν. Διοσκ. 3. 79.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ τραχύνω
αυτός που καθιστά κάτι τραχύ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχυντικός: раздражающий, возбуждающий (sc. οἶνος Arst.).