ὑπαρκτέον: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(6) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπαρκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὑπάρχω]], αυτό που πρέπει να αρχίσει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπαρκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὑπάρχω]], αυτό που πρέπει να αρχίσει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπαρκτέον:''' adj. verb. к [[ὑπάρχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must begin with, τι Pl.R.467c; τῶν ἴσων ὑ. αὐτῷ he must render equal initial services (to others), Aristid.Or.23(42).29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαρκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀρχίσῃ, τι Πλάτ. Πολ. 467C.
Greek Monotonic
ὑπαρκτέον: ρημ. επίθ. του ὑπάρχω, αυτό που πρέπει να αρχίσει, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαρκτέον: adj. verb. к ὑπάρχω.