φιλοίφης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(45)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. [[φιλοίφας]] Ααυτός που του αρέσουν οι σαρκικές απολαύσεις, [[φιλήδονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οίφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἴφω]] «συνουσιάζομαι»)].
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. [[φιλοίφας]] Ααυτός που του αρέσουν οι σαρκικές απολαύσεις, [[φιλήδονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οίφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἴφω]] «συνουσιάζομαι»)].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοίφης:''' [[οἴφω]] похотливый, сластолюбивый Theocr.
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1280] ὁ, den Beischlaf liebend, ein geiler Mensch, Theocr. 4, 62.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοίφης: -ου, ὁ, (οἰφάω) ὁ φιλῶν τὸ συνουσιάζειν, τὴν σαρκικὴν συνουσίαν, φιλοσυνουσιαστής, λάγνος, Θεόκρ. 4. 62, Εὐστ. 1597. 30, Ἐτυμολ. Μέγ. 531, 24· ― καὶ φίλοιφος, ον, «πασχητὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. φιλοίφας Ααυτός που του αρέσουν οι σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -οίφης (< οἴφω «συνουσιάζομαι»)].

Russian (Dvoretsky)

φιλοίφης: οἴφω похотливый, сластолюбивый Theocr.