Χαναάν: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(46)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />(στην ΠΔ) η [[χώρα]] στην οποία κατοικούσαν οι απόγονοι του [[Χαναάν]], τέταρτου γιου του Χαμ και εγγονού του Νώε, η οποία τελικώς κατακτήθηκε από τους Εβραίους απογόνους του Αβραάμ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[Χαναάν]] έχει αποδώσει στην Ελληνική τους τ. της Φοινικικής και της Εβραϊκής <i>Kn</i>'<i>n</i>, <i>Kinahhi</i> και, σύμφωνα με τους Αρχαίους, προήλθε από το [[ανδρών]]. [[Χαναάν]] ή <i>Χανάανος</i>, όν. του γιου του Χαμ, ενώ απαντά και [[ένας]] παρλλ. τ. <i>Χνᾶ</i>, σχηματισμένος αντίστοιχα από το [[ανδρών]]. <i>Χνᾶς</i>(<b>βλ.</b> και λ. [[Φοίνικας]])].
|mltxt=η, ΝΑ<br />(στην ΠΔ) η [[χώρα]] στην οποία κατοικούσαν οι απόγονοι του [[Χαναάν]], τέταρτου γιου του Χαμ και εγγονού του Νώε, η οποία τελικώς κατακτήθηκε από τους Εβραίους απογόνους του Αβραάμ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[Χαναάν]] έχει αποδώσει στην Ελληνική τους τ. της Φοινικικής και της Εβραϊκής <i>Kn</i>'<i>n</i>, <i>Kinahhi</i> και, σύμφωνα με τους Αρχαίους, προήλθε από το [[ανδρών]]. [[Χαναάν]] ή <i>Χανάανος</i>, όν. του γιου του Χαμ, ενώ απαντά και [[ένας]] παρλλ. τ. <i>Χνᾶ</i>, σχηματισμένος αντίστοιχα από το [[ανδρών]]. <i>Χνᾶς</i>(<b>βλ.</b> και λ. [[Φοίνικας]])].
}}
{{elru
|elrutext='''Χαναάν:''' ἡ indecl. Ханаан (страна в Палестине) NT.
}}
}}

Revision as of 06:04, 1 January 2019

English (Strong)

of Hebrew origin (כְּנַ֫עַן); Chanaan (i.e. Kenaan), the early name of Palestine: Chanaan.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(στην ΠΔ) η χώρα στην οποία κατοικούσαν οι απόγονοι του Χαναάν, τέταρτου γιου του Χαμ και εγγονού του Νώε, η οποία τελικώς κατακτήθηκε από τους Εβραίους απογόνους του Αβραάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Χαναάν έχει αποδώσει στην Ελληνική τους τ. της Φοινικικής και της Εβραϊκής Kn'n, Kinahhi και, σύμφωνα με τους Αρχαίους, προήλθε από το ανδρών. Χαναάν ή Χανάανος, όν. του γιου του Χαμ, ενώ απαντά και ένας παρλλ. τ. Χνᾶ, σχηματισμένος αντίστοιχα από το ανδρών. Χνᾶς(βλ. και λ. Φοίνικας)].

Russian (Dvoretsky)

Χαναάν: ἡ indecl. Ханаан (страна в Палестине) NT.