χειρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] στο να υποτάσσει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειρωτική</i><br />η [[τέχνη]] της εξημέρωσης.
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>χειρῶ</i> (II)]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] στο να υποτάσσει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειρωτική</i><br />η [[τέχνη]] της εξημέρωσης.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρωτικός:''' захватный: χειρωτικὸν [[εἶδος]] κτητικῆς Plat. насильственный способ приобретения.
}}
}}

Revision as of 06:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρωτικός Medium diacritics: χειρωτικός Low diacritics: χειρωτικός Capitals: ΧΕΙΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirōtikós Transliteration B: cheirōtikos Transliteration C: cheirotikos Beta Code: xeirwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apt at conquering or subduing, Pl.Sph.219d: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of subduing, ib.221b.

German (Pape)

[Seite 1348] zum Ueberwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, αὐτόθι 223β, πρβλ. 221Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [χειρῶ (II)]
1. ικανός στο να υποτάσσει
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειρωτική
η τέχνη της εξημέρωσης.

Russian (Dvoretsky)

χειρωτικός: захватный: χειρωτικὸν εἶδος κτητικῆς Plat. насильственный способ приобретения.