κάτοδος: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
(nl) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάτοδος:''' ἡ ион. = [[κάθοδος]]. | |elrutext='''κάτοδος:''' ἡ ион. = [[κάθοδος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάτοδος -ου, ὁ Ion. voor κάθοδος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, ion. = κάθοδος, Her.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοδος: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κάθοδος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κάθοδος.
Greek Monolingual
κάτοδος, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κάθοδος.
Russian (Dvoretsky)
κάτοδος: ἡ ион. = κάθοδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτοδος -ου, ὁ Ion. voor κάθοδος.