κράγος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(21) |
(nl) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κράγος]], ὁ, ἡ (Α)<br />[[φωνακλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. που [[κατά]] τους αρχαίους γραμματικούς παρήχθη από την επιρρηματικής φύσεως αιτ. εν. [[κραγόν]] του [[κραγός]] με αναβιβασμό του τόνου]. | |mltxt=[[κράγος]], ὁ, ἡ (Α)<br />[[φωνακλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. που [[κατά]] τους αρχαίους γραμματικούς παρήχθη από την επιρρηματικής φύσεως αιτ. εν. [[κραγόν]] του [[κραγός]] με αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κράγος -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw, kreet:. κραγὸν κεκράξεται hij gaat een kreet slaken Aristoph. Eq. 487. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
Greek Monolingual
κράγος, ὁ, ἡ (Α)
φωνακλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. που κατά τους αρχαίους γραμματικούς παρήχθη από την επιρρηματικής φύσεως αιτ. εν. κραγόν του κραγός με αναβιβασμό του τόνου].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράγος -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw, kreet:. κραγὸν κεκράξεται hij gaat een kreet slaken Aristoph. Eq. 487.