πακτός: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(3b)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πακτός:''' дор. = [[πηκτός]].
|elrutext='''πακτός:''' дор. = [[πηκτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πακτός -ά -όν Dor. voor πηκτός.
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Greek Monolingual

πακτός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηκτός.

Greek Monotonic

πακτός: Δωρ. αντί πηκτός.

Russian (Dvoretsky)

πακτός: дор. = πηκτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πακτός -ά -όν Dor. voor πηκτός.