συμπροΐημι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπροΐημι''': [[συμπροπέμπω]], [[προπέμπω]], Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.
|lstext='''συμπροΐημι''': [[συμπροπέμπω]], [[προπέμπω]], Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταβάλλω]] από κοινού με άλλον χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[προΐημι]] «[[αφήνω]], [[παραδίδω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

συμπροΐημι: συμπροπέμπω, προπέμπω, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].

Russian (Dvoretsky)

συμπροΐημι: выбрасывать вперед, проталкивать (τὴν ναῦν Arst.).