γαγάτης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(7)
(1)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γαγάτης]])<br />[[συμπαγής]] [[ποικιλία]] μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην [[κοσμηματοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>της</i>, που [[κατά]] τον Πλίνιο προήλθε από <i>Γάγας</i> ή <i>Γάγαι</i>, [[ονομασία]] πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. [[γαγάτης]] προήλθε και το λατ. <i>gag</i><i>ā</i><i>t</i><i>ē</i><i>s</i>, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. <i>jais</i>, γερμ. <i>Gagať</i>].
|mltxt=ο (AM [[γαγάτης]])<br />[[συμπαγής]] [[ποικιλία]] μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην [[κοσμηματοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>της</i>, που [[κατά]] τον Πλίνιο προήλθε από <i>Γάγας</i> ή <i>Γάγαι</i>, [[ονομασία]] πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. [[γαγάτης]] προήλθε και το λατ. <i>gag</i><i>ā</i><i>t</i><i>ē</i><i>s</i>, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. <i>jais</i>, γερμ. <i>Gagať</i>].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: (sc. <b class="b3">λίθος</b>) [[lignite]] (Orph., Plin., Dsc.).<br />Other forms: Also <b class="b3">γαγγῖτις</b> or <b class="b3">γαγγῆτις λίθος</b> (Str.); this form may be or have been influenced by the adj. <b class="b2">of the Ganges</b>. And <b class="b3">ἐγαγὶς πέτρα</b> (Nic.) = <b class="b3">γαγάτης</b>.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.<br />Etymology: Acc. to Pliny 36, 141 from <b class="b3">Γάγας</b> or <b class="b3">Γάγγαι</b> town and river in Lycia. The forms with <b class="b3">γαγγ-</b>, with prenasalization, confirm the Anatolian (= Pre-Greek?) origin. From here Lat. [[gagātēs]], with Fr. [[jais]], Germ. [[Gagat]] etc. Vgl. Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 53, 234.
}}
}}

Revision as of 23:42, 2 January 2019

German (Pape)

[Seite 469] ὁ, Gagat, ein steinhartes, schwarzes Bergpech, von der lycischen Stadt Γάγαι.

Greek Monolingual

ο (AM γαγάτης)
συμπαγής ποικιλία μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοσμηματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -της, που κατά τον Πλίνιο προήλθε από Γάγας ή Γάγαι, ονομασία πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. γαγάτης προήλθε και το λατ. gagātēs, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. jais, γερμ. Gagať].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: (sc. λίθος) lignite (Orph., Plin., Dsc.).
Other forms: Also γαγγῖτις or γαγγῆτις λίθος (Str.); this form may be or have been influenced by the adj. of the Ganges. And ἐγαγὶς πέτρα (Nic.) = γαγάτης.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Acc. to Pliny 36, 141 from Γάγας or Γάγγαι town and river in Lycia. The forms with γαγγ-, with prenasalization, confirm the Anatolian (= Pre-Greek?) origin. From here Lat. gagātēs, with Fr. jais, Germ. Gagat etc. Vgl. Redard Les noms grecs en -της 53, 234.