νύννιον: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(27)
(2)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], όπως και τα νεοελλ. [[ναναρίζω]], [[νανουρίζω]]].
|mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], όπως και τα νεοελλ. [[ναναρίζω]], [[νανουρίζω]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b3">ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Onomatopoetic Lallwort, cf. NGr. <b class="b3">νανναρίζω</b>, <b class="b3">ναννουρίζω</b> <b class="b2">I rock asleep</b> and Oehl IF 57, 19. DELG's comm. is unclear to me; it refers to <b class="b3">νίννιον</b>
}}
}}

Revision as of 05:40, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύννιον Medium diacritics: νύννιον Low diacritics: νύννιον Capitals: ΝΥΝΝΙΟΝ
Transliteration A: nýnnion Transliteration B: nynnion Transliteration C: nynnion Beta Code: nu/nnion

English (LSJ)

τό, and νύννιος, ὁ,

   A lullaby, Hsch.

Greek Monolingual

νύννιον, τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε ονοματοποιία, όπως και τα νεοελλ. ναναρίζω, νανουρίζω].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic Lallwort, cf. NGr. νανναρίζω, ναννουρίζω I rock asleep and Oehl IF 57, 19. DELG's comm. is unclear to me; it refers to νίννιον