λύθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λύθεν''': Ἐπικ. γ΄ πληθ. παθητ. ἀόρ. α΄ τοῦ ῥήμ. λύω˙ - ἀλλὰ λυθέν, οὐδ. μετοχ. παθ. ἀόρ. α΄.
|lstext='''λύθεν''': Ἐπικ. γ΄ πληθ. παθητ. ἀόρ. α΄ τοῦ ῥήμ. λύω· - ἀλλὰ λυθέν, οὐδ. μετοχ. παθ. ἀόρ. α΄.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

λύθεν: Ἐπικ. γ΄ πληθ. παθητ. ἀόρ. α΄ τοῦ ῥήμ. λύω· - ἀλλὰ λυθέν, οὐδ. μετοχ. παθ. ἀόρ. α΄.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de λύω.

English (Autenrieth)

see λύω.

Greek Monotonic

λύθεν:I. Επικ. αντί ἐλύθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. του λύω· II.=λυθέν, μτχ. ουδ. Παθ. αορ.

Russian (Dvoretsky)

λύθεν: эп. (= ἐλύθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к λύω.