γυάλα: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(8)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η [[γυαλί]]<br />γυάλινο [[δοχείο]], αρκετά μεγάλο, με πλατύ [[στόμιο]].———————— <b>(II)</b><br />[[γυάλα]], η και [[γυάλας]], ο (Α) [[γύαλον]]<br />[[είδος]] ποτηριού.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η [[γυαλί]]<br />γυάλινο [[δοχείο]], αρκετά μεγάλο, με πλατύ [[στόμιο]].<br /><b>(II)</b><br />[[γυάλα]], η και [[γυάλας]], ο (Α) [[γύαλον]]<br />[[είδος]] ποτηριού.
}}
}}

Latest revision as of 12:41, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η γυαλί
γυάλινο δοχείο, αρκετά μεγάλο, με πλατύ στόμιο.
(II)
γυάλα, η και γυάλας, ο (Α) γύαλον
είδος ποτηριού.