γυάλα

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

(I)
η γυαλί
γυάλινο δοχείο, αρκετά μεγάλο, με πλατύ στόμιο.
(II)
γυάλα, η και γυάλας, ο (Α) γύαλον
είδος ποτηριού.