γυαλί
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
και γιαλί, το (Μ γιαλίν και γιαλίον και διαλίν και ὑαλίν και ὑάλιον και ὑέλιον)
1. σώμα στερεό, σκληρό, διαφανές και εύθραυστο, το οποίο κατασκευάζεται με σύντηξη ειδικής άμμου και οξειδίων καλίου και νατρίου
2. φακός
3. υαλοπίνακας, τζάμι, καθρέφτης
4. γυάλινο σκεύος
νεοελλ.
Ι. 1. ονομασία του ναυτικού μονόφθαλμου τηλεσκοπίου
2. μικρός κύλινδρος με γυάλινο διάφραγμα στην κυκλική τομή του, ο οποίος χρησιμοποιείται από τους ψαράδες για εξέταση του βυθού
II. πληθ. τα γυαλιά
1. φακοί για τα μάτια, ματογυάλια
2. κιάλια, διόπτρες
III. φρ.
1. «του 'βαλε τα γυαλιά» — τον ξεπέρασε στην ικανότητα
2. «τα κάνω γυαλιά καρφιά» — καταστρέφω κάτι τελείως
3. «η θάλασσα είναι γυαλί» — εντελώς ακύμαντη
μσν.
τὸ ὑέλιον
τα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυαλί < μσν. γυαλίν < υαλίν, με ανάπτυξη j- από τη συνίζηση του συμπλέγματος ia (πρβλ. ιατρός-γιατρός) < υάλιον, υποκοριστικό του αρχ. ύαλος. Ο τόνος στον τ. γυαλί αναλογικά προς το καρφί (πρβλ. τραγί κατά το αρνί)].