άβολος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(1)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[πουλάρι]]) αυτό που δεν έχει αλλάξει [[ακόμη]] τα [[πρώτα]] δόντια του<br /><b>2.</b> (για το γέρικο [[άλογο]]) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βολή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο [[ακατάλληλος]], ο [[δύσχρηστος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δύσκολος]], [[κακότροπος]], [[ιδιότροπος]], δυσκολομεταχείριστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βολή]] (= [[ευκολία]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[πουλάρι]]) αυτό που δεν έχει αλλάξει [[ακόμη]] τα [[πρώτα]] δόντια του<br /><b>2.</b> (για το γέρικο [[άλογο]]) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βολή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο [[ακατάλληλος]], ο [[δύσχρηστος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δύσκολος]], [[κακότροπος]], [[ιδιότροπος]], δυσκολομεταχείριστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βολή]] (= [[ευκολία]])].
}}
}}

Revision as of 12:47, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄβολος, -ον (Α)
1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του
2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + βολή < βάλλω].
(II)
-η, -ο
1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο ακατάλληλος, ο δύσχρηστος
2. μτφ. δύσκολος, κακότροπος, ιδιότροπος, δυσκολομεταχείριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + βολή (= ευκολία)].