θέρμα: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met
(2b) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θέρμα]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) η [[θέρμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. ονομ. του [[θέρμη]]. Απαντά και αιτ. <i>θέρμᾰν</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[θέρμα]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) η [[θέρμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. ονομ. του [[θέρμη]]. Απαντά και αιτ. <i>θέρμᾰν</i>].<br /><b>(II)</b><br />τα<br />θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη ονομαστ. πληθ. ουδ. (<i>θερμά</i>) του επιθ. [[θερμός]] με αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θέρμα:''' ατος τό Plat. = [[θέρμη]]. | |elrutext='''θέρμα:''' ατος τό Plat. = [[θέρμη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 8 January 2019
English (LSJ)
θέρμᾰν, alternative nom. and acc. sg. forms for θέρμη, θέρμην, Men.Georg.51, Ar.Fr.690, dub. in Pl.Tht.178c (θερμά codd., but Tim.Lex. and Phryn. perh. read θέρμη). II pl. θέρματα, v. θρέμμα.
German (Pape)
[Seite 1201] τό, = θέρμη, Wärme, Men.; vgl. aber Lob. zu Phryn. p. 331.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμα: τό, = θέρμη, Πλάτ. Θεαιτ. 178C, Μένανδ. ἐν «Γεωργῷ» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66α.
Greek Monolingual
(I)
θέρμα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) η θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ονομ. του θέρμη. Απαντά και αιτ. θέρμᾰν].
(II)
τα
θερμά λουτρά, ιαματικές πηγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη ονομαστ. πληθ. ουδ. (θερμά) του επιθ. θερμός με αναβιβασμό του τόνου].
Russian (Dvoretsky)
θέρμα: ατος τό Plat. = θέρμη.