κραδώ: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
(21)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κραδῶ, -άω (Α)<br />[[κραδαίνω]] («οξὺ [[δόρυ]] κραδάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κράδη]].———————— <b>(II)</b><br />κραδῶ, -άω (Α)<br />(για [[δένδρο]]) [[πάσχω]] από τη νόσο [[κράδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. μετονοματικό παρ. του [[κράδη]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />κραδῶ, -άω (Α)<br />[[κραδαίνω]] («οξὺ [[δόρυ]] κραδάων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κράδη]].<br /><b>(II)</b><br />κραδῶ, -άω (Α)<br />(για [[δένδρο]]) [[πάσχω]] από τη νόσο [[κράδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. μετονοματικό παρ. του [[κράδη]].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
κραδῶ, -άω (Α)
κραδαίνω («οξὺ δόρυ κραδάων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κράδη.
(II)
κραδῶ, -άω (Α)
(για δένδρο) πάσχω από τη νόσο κράδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μετονοματικό παρ. του κράδη.