κραδώ

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

(I)
κραδῶ, -άω (Α)
κραδαίνω («οξὺ δόρυ κραδάων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κράδη.
(II)
κραδῶ, -άω (Α)
(για δένδρο) πάσχω από τη νόσο κράδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μετονοματικό παρ. του κράδη.