λιπόρρινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(23)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιπόρρινος]], -ον (Α)<br />(για τον Μαρσύα) αυτός που δεν έχει [[δέρμα]], ο γδαρμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ανθρώπων ή ζώων»].———————— <b>(II)</b><br />[[λιπόρρινος]], -ον (Α)<br />(επίθ. της σαλαμάνδρας) αυτός που έχει παχύ, λιπαρό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίπος]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ανθρώπων ή ζώων»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιπόρρινος]], -ον (Α)<br />(για τον Μαρσύα) αυτός που δεν έχει [[δέρμα]], ο γδαρμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ανθρώπων ή ζώων»].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιπόρρινος]], -ον (Α)<br />(επίθ. της σαλαμάνδρας) αυτός που έχει παχύ, λιπαρό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίπος]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ανθρώπων ή ζώων»].
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόρρῑνος Medium diacritics: λιπόρρινος Low diacritics: λιπόρρινος Capitals: ΛΙΠΟΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: lipórrinos Transliteration B: liporrinos Transliteration C: liporrinos Beta Code: lipo/rrinos

English (LSJ)

ον,

   A without skin, of Marsyas, Nonn.D.1.44.    2 epith. of the salamander, perh. (from λίπος) with greasy skin, Nic.Al.537.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόρρῑνος: -ον, ὁ ἐστερημένος δέρματος, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Νόνν. Δ. 1. 44· ― παρὰ τῷ Νικάνδρ. Ἀλ. 550, ἐπίθ. τῆς σαλαμάνδρας, ἴσως (ἐκ τοῦ λίπος) ἔχουσα λιπαρόν, λιπῶδες δέρμα.

Greek Monolingual

(I)
λιπόρρινος, -ον (Α)
(για τον Μαρσύα) αυτός που δεν έχει δέρμα, ο γδαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ῥινός «δέρμα ανθρώπων ή ζώων»].
(II)
λιπόρρινος, -ον (Α)
(επίθ. της σαλαμάνδρας) αυτός που έχει παχύ, λιπαρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + ῥινός «δέρμα ανθρώπων ή ζώων»].