μπάρα: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(26) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> μεταλλική [[ράβδος]] που ασφαλίζει την πόρτα, [[σύρτης]], [[αμπάρα]]<br /><b>2.</b> κάθετη, οριζόντια ή λοξή [[γραμμή]] που χωρίζει στίχους, μουσικούς φθόγγους ή κλάσματα<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μπάρες</i><br />α) δύο κάθετες γραμμές οι οποίες χωρίζουν διάφορες σημασίες λέξεων σε [[κείμενο]]<br />β) (στην ενόργανη [[γυμναστική]]) ειδική [[κατασκευή]] για την [[εκτέλεση]] ορισμένων ασκήσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>barra</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>barra</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> μεταλλική [[ράβδος]] που ασφαλίζει την πόρτα, [[σύρτης]], [[αμπάρα]]<br /><b>2.</b> κάθετη, οριζόντια ή λοξή [[γραμμή]] που χωρίζει στίχους, μουσικούς φθόγγους ή κλάσματα<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μπάρες</i><br />α) δύο κάθετες γραμμές οι οποίες χωρίζουν διάφορες σημασίες λέξεων σε [[κείμενο]]<br />β) (στην ενόργανη [[γυμναστική]]) ειδική [[κατασκευή]] για την [[εκτέλεση]] ορισμένων ασκήσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>barra</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>barra</i>].<br /> <b>(II)</b><br />η<br />[[τέλμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> σλαβ. <i>bara</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
η
1. μεταλλική ράβδος που ασφαλίζει την πόρτα, σύρτης, αμπάρα
2. κάθετη, οριζόντια ή λοξή γραμμή που χωρίζει στίχους, μουσικούς φθόγγους ή κλάσματα
3. στον πληθ. οι μπάρες
α) δύο κάθετες γραμμές οι οποίες χωρίζουν διάφορες σημασίες λέξεων σε κείμενο
β) (στην ενόργανη γυμναστική) ειδική κατασκευή για την εκτέλεση ορισμένων ασκήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barra < λατ. barra].
(II)
η
τέλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. bara].