μελής: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(24)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ιά, -ί [[μέλι]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μελιού.———————— <b>(II)</b><br />[[μελῆς]], -ῆτος, ὁ (Α)<br />(στον Διοσκουρίδη) το [[φυτό]] [[δίψακος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ιά, -ί [[μέλι]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μελιού.<br /> <b>(II)</b><br />[[μελῆς]], -ῆτος, ὁ (Α)<br />(στον Διοσκουρίδη) το [[φυτό]] [[δίψακος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ιά, -ί μέλι
αυτός που έχει το χρώμα του μελιού.
(II)
μελῆς, -ῆτος, ὁ (Α)
(στον Διοσκουρίδη) το φυτό δίψακος.