περιζώννυμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(3b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιζώννῠμαι:''' <b class="num">1)</b> med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT): περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;<br /><b class="num">2)</b> pass. быть препоясанным (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT).
|elrutext='''περιζώννῠμαι:'''<br /><b class="num">1)</b> med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT): περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;<br /><b class="num">2)</b> pass. быть препоясанным (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT).
}}
}}

Revision as of 12:40, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

περιζώννυμαι: μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. ζωννύω περὶ ἑμαυτόν, ζώννομαι μέ τι, περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· ἐσθῆτα, τήβεννον Πλουτ. Ρωμ. 16, Κοριολ. 9· γυμνὸς ὢν τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τὸν ἐφόρεσεν ὡς προστάτην, σχῆμα λόγου, παρ’ ὑπόνοιαν, ἀντὶ τοῦ: ἐπίτροπον ἐποιήσατο, Ἀριστοφ. Εἰρ. 687· ἦν δέ ποτε καὶ περὶ Μακεδονίαν νόμος τὸν μηθένα ἀπεκτακότα πολέμιον περιεζώσθαι τὴν φορβειάν, νὰ φορῇ ὡς ζώνην φορβειάν, ἤτοι καπίστριον, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11· ― ἀπολ., ἐπὶ μαγείρων (ἴδε περίζωμα)· περιεζωσμένος, «μὲ τὴν ποδιάν», Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 3, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 12· ἐπὶ ἀθλητῶν, Παυσ. 1. 44, 1· ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Πολύβ. 30. 13, 20. 2) μεταφορ., ἀναλαμβάνω, Ἄννα Κομν. 1. 304.

French (Bailly abrégé)

se ceindre : ἐσθῆτα PLUT, τήβεννον PLUT mettre son vêtement, sa toge.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Greek Monotonic

περιζώννῠμαι: Μέσ. με Παθ. παρακ. -έζωσμαι, ζώνω ολόγυρά μου, περιζώνομαι, ἐσθῆτα, σε Πλούτ.· τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τον έβαλε μπροστά για προστασία, σε Αριστοφ.· περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν, φόρεσαν τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

περιζώννῠμαι:
1) med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT): περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;
2) pass. быть препоясанным (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT).