Καππαδόκαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(5) |
(1ab) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Καππαδόκαι:''' οἱ, οι Καππαδόκες, γνωστοί για την [[πανουργία]] και για την [[δειλία]] τους, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''Καππαδόκαι:''' οἱ, οι Καππαδόκες, γνωστοί για την [[πανουργία]] και για την [[δειλία]] τους, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />the Cappadocians, [[notorious]] as knaves and cowards, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ῶν, οἱ, Cappadocians, Hdt.5.49, etc.:—also Καππάδοκες, ων, Str.6.4.2, etc.:—fem. Καππαδόκισσα Id.14.2.17:—hence Καππαδοκία, Ion. -ιη, ἡ, Cappadocia, Hdt.1.71, etc.; Καππαδοκίζω,
A favour the Cappadocians, App.Mith.53:—Pass., to be Cappadocianized (with pun on Joannes Cappadox), [Demod.]5.
Greek Monotonic
Καππαδόκαι: οἱ, οι Καππαδόκες, γνωστοί για την πανουργία και για την δειλία τους, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
the Cappadocians, notorious as knaves and cowards, Hdt.