διασήπομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(1b)
(1a)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διασήπομαι:''' (part. aor. 2 [[διασαπείς]]) прогнивать, сгнивать Luc., Plut.
|elrutext='''διασήπομαι:''' (part. aor. 2 [[διασαπείς]]) прогнивать, сгнивать Luc., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. διασέσηπα<br />to [[putrefy]], [[decay]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:00, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

διασήπομαι: παθ. πρκμ. διασέσηπα, σήπομαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι. Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 5, Λουκ. Πένθ. 18.

Greek Monotonic

διασήπομαι: Παθ., με παρακ. διασέσηπα, σήπομαι, αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διασήπομαι: (part. aor. 2 διασαπείς) прогнивать, сгнивать Luc., Plut.

Middle Liddell

perf. διασέσηπα
to putrefy, decay, Luc.