ἐρυθραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(4)
 
(1ab)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρυθραίνομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[αναψοκοκκινίζω]], [[κοκκινίζω]] από [[ντροπή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐρυθραίνομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[αναψοκοκκινίζω]], [[κοκκινίζω]] από [[ντροπή]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[become]] red, to [[blush]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:35, 9 January 2019

Greek Monotonic

ἐρυθραίνομαι: Παθ., γίνομαι κόκκινος, αναψοκοκκινίζω, κοκκινίζω από ντροπή, σε Ξεν.

Middle Liddell


Pass. to become red, to blush, Xen.