ἰγνύς: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(1b)
(1ab)
 
Line 13: Line 13:
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ἰκνύς]]
|etymtx=See also: s. [[ἰκνύς]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰγνύς]], ύος = [[ἰγνύα]] [dat. pl. ἰγνύσι Hhymn.] [acc. [[ἰγνύα]] Theocr.] [Deriv. [[unknown]].]
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1235] ύος, ἡ, = ἰγνύα, H. h. Merc. 152; accus. auch ἰγνύα, für ἰγνύν, Theocr. 26, 17; vgl. Arist. H. A. 3, 5.

Greek Monolingual

η (Α ἰγνύς, -ύος)
η ιγνύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. κατά το οσφύς και άλλες ονομασίες μελών σώματος].

Greek Monotonic

ἰγνύς: -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. ἰγνύσι, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. ἰγνύν, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἰγνύς: ύος ἡ (acc. ἰγνύν и ἴγνυα) HH, Arst. = ἰγνύα.

Frisk Etymological English

See also: s. ἰκνύς

Middle Liddell

ἰγνύς, ύος = ἰγνύα [dat. pl. ἰγνύσι Hhymn.] [acc. ἰγνύα Theocr.] [Deriv. unknown.]