λογομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(5)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με τα [[λόγια]] ή τις λέξεις.
|lsmtext='''λογομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με τα [[λόγια]] ή τις λέξεις.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λογο-μάχος, ον [[μάχομαι]]<br />[[warring]] [[about]] words.
}}
}}

Revision as of 03:35, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

λογομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.

Greek Monolingual

ο (Α λογομάχος)
αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός
αρχ.
αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.

Greek Monotonic

λογομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με τα λόγια ή τις λέξεις.

Middle Liddell

λογο-μάχος, ον μάχομαι
warring about words.