οἰωνοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
(3b) |
(1ba) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰωνοσκόπος:''' ὁ птицегадатель Eur. | |elrutext='''οἰωνοσκόπος:''' ὁ птицегадатель Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οἰωνο-σκόπος, ὁ, = [[οἰωνιστής]], Eur.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, Εὐρ. Ἱκέτ. 500, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 371.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe le vol ou le cri des oiseaux ; augure.
Étymologie: οἰωνός, σκοπέω.
Greek Monotonic
οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοσκόπος: ὁ птицегадатель Eur.
Middle Liddell
οἰωνο-σκόπος, ὁ, = οἰωνιστής, Eur.]