τροπώ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(42)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α<br />(σπάν. ποιητ. τ.) [[τρέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρόπ</i>- του [[τρέπω]], [[κατά]] τα συνηρημ. σε -<i>έω</i> / -<i>ῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[φέρω]]: <i>φορῶ</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ [[τροπή]]<br />[[τρέπω]] κάποιον σε [[φυγή]], [[κατατροπώνω]].———————— <b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[τροπώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α<br />(σπάν. ποιητ. τ.) [[τρέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρόπ</i>- του [[τρέπω]], [[κατά]] τα συνηρημ. σε -<i>έω</i> / -<i>ῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[φέρω]]: <i>φορῶ</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-όω, ΜΑ [[τροπή]]<br />[[τρέπω]] κάποιον σε [[φυγή]], [[κατατροπώνω]].<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[τροπώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α
(σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ- του τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε -έω / - (πρβλ. φέρω: φορῶ)].
(II)
-όω, ΜΑ τροπή
τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω.
(III)
-όω, Α
βλ. τροπώνω.