τροπώνω

Greek Monolingual

τροπῶ, -όω, ΝΑ τροπός
ναυτ. συνδέω το κουπί με τον σκαλμό τοποθετώντας τον τροπωτήρα
νεοελλ.
ναυτ. τοποθετώ σχοινένιο δακτύλιο στον μακαρά.