κατατροπώνω

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

(AM κατατροπῶ, -όω)
νικώ κάποιον και τον τρέπω σε φυγή, κατανικώ, νικώ κατά κράτος
μσν.
μέσ. κατατροποῦμαι, -όομαι
κατανικώ, κυριεύω («κατετροπώσατο πόλεις ὁμοῦ καὶ χώρας», Διγεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κατατροπώ < κατ(α)- + τροπῶ «τρέπω, τρέπω σε φυγή»].