τσίχλα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(42)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] αρκετών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους turdus της οικογένειας turdidae ή muscicapidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κίχλη]] με τσιτακισμό].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br />(τροφ. τεχνολ.) <b>βλ.</b> [[τσίκλα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] αρκετών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους turdus της οικογένειας turdidae ή muscicapidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κίχλη]] με τσιτακισμό].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br />(τροφ. τεχνολ.) <b>βλ.</b> [[τσίκλα]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία αρκετών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους turdus της οικογένειας turdidae ή muscicapidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κίχλη με τσιτακισμό].
(II)
η, Ν
(τροφ. τεχνολ.) βλ. τσίκλα.