φήμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(44)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> (<i>τὰ</i>) <i>φήματα</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όσα λέγονται, οι λόγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φη</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. [[φημί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>mņ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της κατάλ. -<i>meņ</i>)].———————— ἡ, Α<br />(πιθ. δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[φήμη]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> (<i>τὰ</i>) <i>φήματα</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όσα λέγονται, οι λόγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φη</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. [[φημί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>mņ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της κατάλ. -<i>meņ</i>)].<br />ἡ, Α<br />(πιθ. δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[φήμη]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 10 January 2019

Greek Monolingual

τὸ, Α
στον πληθ. (τὰ) φήματα
(κατά τον Ησύχ.) όσα λέγονται, οι λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μα (< --, συνεσταλμένη βαθμίδα της κατάλ. -meņ)].
ἡ, Α
(πιθ. δωρ. τ.) βλ. φήμη.