κορίνθιος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(21)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α [[κορίνθιος]], -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -[[άδος]]) [[Κόρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, [[κορινθιακός]] («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) <i>ο [[Κορίνθιος]], <i>η Κορίνθια</i> ή <i>η Κορινθία</i> ή <i>η Κορινθιάς</i><br />ο ή η [[κάτοικος]] της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η [[προς]] Κορινθίους [[επιστολή]]» β. «οὐ Κορινθίων τοῡ δημοσίου ἐστὶν ὁ [[θησαυρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κορινθία</i><br />ο [[νομός]] της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ [[άκρο]] της (α. «η Κορινθία έχει [[μεγάλη]] [[παραγωγή]] σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορινθίως</i> (Α)<br />[[κατά]] κορινθιακό τρόπο, [[κατά]] τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», <b>Ιώσ.</b>).
|mltxt=-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α [[κορίνθιος]], -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -[[άδος]]) [[Κόρινθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, [[κορινθιακός]] («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Κορίνθιος]], <i>η Κορίνθια</i> ή <i>η Κορινθία</i> ή <i>η Κορινθιάς</i><br />ο ή η [[κάτοικος]] της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η [[προς]] Κορινθίους [[επιστολή]]» β. «οὐ Κορινθίων τοῡ δημοσίου ἐστὶν ὁ [[θησαυρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Κορινθία</i><br />ο [[νομός]] της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ [[άκρο]] της (α. «η Κορινθία έχει [[μεγάλη]] [[παραγωγή]] σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορινθίως</i> (Α)<br />[[κατά]] κορινθιακό τρόπο, [[κατά]] τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ια, -ιο, θηλ. και -ία (Α κορίνθιος, -ία, -ον, θηλ. και κορινθιάς, -άδος) Κόρινθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Κορίνθιος, η Κορίνθια ή η Κορινθία ή η Κορινθιάς
ο ή η κάτοικος της Κορίνθου ή αυτός που κατάγεται από την Κόρινθο (α. «η προς Κορινθίους επιστολή» β. «οὐ Κορινθίων τοῡ δημοσίου ἐστὶν ὁ θησαυρός», Ηρόδ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κορινθία
ο νομός της Πελοποννήσου που κατέχει το ΒΑ άκρο της (α. «η Κορινθία έχει μεγάλη παραγωγή σταφίδας» β. «ἔξω τῆς Κορινθίας ἀπεχώρησαν», Ξεν.).
επίρρ...
κορινθίως (Α)
κατά κορινθιακό τρόπο, κατά τον τρόπο τών Κορινθίων («οἶκον ἐστεγασμένον κορινθίως», Ιώσ.).