έμβιος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἔμβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του ζωή, [[ζωντανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[έμβιος]]<br />[[γένος]] εμβιόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής [[μετά]] το [[κόψιμο]] και μπορεί να μεταφυτευθεί<br /><b>2.</b> [[ισόβιος]].
|mltxt=ο (AM [[ἔμβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του ζωή, [[ζωντανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έμβιος]]<br />[[γένος]] εμβιόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής [[μετά]] το [[κόψιμο]] και μπορεί να μεταφυτευθεί<br /><b>2.</b> [[ισόβιος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο (AM ἔμβιος, -ον)
αυτός που έχει μέσα του ζωή, ζωντανός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμβιος
γένος εμβιόπτερων εντόμων
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής μετά το κόψιμο και μπορεί να μεταφυτευθεί
2. ισόβιος.