αεροδόχος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αεροδόχος]]<br />α) [[άνοιγμα]], [[μέσα]] από το οποίο περνά ο [[αέρας]]<br />β) ο [[υποδοχέας]] του αέρα στον αεραγωγό<br />γ) <b>(Μουσ.)</b> (<b>βλ.</b> [[αεροθάλαμος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αεροδόχος]]<br />α) [[άνοιγμα]], [[μέσα]] από το οποίο περνά ο [[αέρας]]<br />β) ο [[υποδοχέας]] του αέρα στον αεραγωγό<br />γ) <b>(Μουσ.)</b> (<b>βλ.</b> [[αεροθάλαμος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα
2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος
α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας
β) ο υποδοχέας του αέρα στον αεραγωγό
γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + -δόχος < δέχομαι.