ὀπισθόκομος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(29) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀπισθόκομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὀπισθόκομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οπισθόκομος]]<br /><b>ζωολ.</b> το μοναδικό [[γένος]] εξωτικών πτηνών της οικογένειας cuculidae της Νότιας Αμερικής<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά ριγμένα [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>opisthocome</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A wearing the hair long behind, Nonn.D.13.420.
German (Pape)
[Seite 358] am Hinterkopfe behaart, Nonn. D. 13, 410 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθόκομος: -ον, ὁ ὄπισθεν κομῶν, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν κόμην ὄπισθεν, Νόνν. Δ. 13. 420.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀπισθόκομος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθόκομος
ζωολ. το μοναδικό γένος εξωτικών πτηνών της οικογένειας cuculidae της Νότιας Αμερικής
αρχ.
αυτός που έχει μακριά μαλλιά ριγμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσό-κομος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. opisthocome].