ομόδουλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(28) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο θηλ. και -ος (ΑΜ [[ὁμόδουλος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, | |mltxt=-η, -ο θηλ. και -ος (ΑΜ [[ὁμόδουλος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[ομόδουλος]]<br />[[δούλος]] που ανήκει στον ίδιο αφέντη [[μαζί]] με άλλους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για [[κτήμα]]) αυτός που υπόκειται στην [[ίδια]] [[φορολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ερωτευθεί [[μαζί]] με άλλον την [[ίδια]] [[γυναίκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὁμοδούλως]] (Μ)<br />όπως οι ομόδουλοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο θηλ. και -ος (ΑΜ ὁμόδουλος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ομόδουλος
δούλος που ανήκει στον ίδιο αφέντη μαζί με άλλους
νεοελλ.-μσν.
(για κτήμα) αυτός που υπόκειται στην ίδια φορολογία
αρχ.
αυτός που έχει ερωτευθεί μαζί με άλλον την ίδια γυναίκα.
επίρρ...
ὁμοδούλως (Μ)
όπως οι ομόδουλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δοῦλος.