εκπαιδευτικός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
(10) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην [[εκπαίδευση]] (α. «εκπαιδευτικά [[τέλη]]» β. «εκπαιδευτικοί λειτουργοί» — δάσκαλοι και καθηγητές που υπηρετούν στην [[εκπαίδευση]])<br /><b>2.</b> (αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ο</i>, | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην [[εκπαίδευση]] (α. «εκπαιδευτικά [[τέλη]]» β. «εκπαιδευτικοί λειτουργοί» — δάσκαλοι και καθηγητές που υπηρετούν στην [[εκπαίδευση]])<br /><b>2.</b> (αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ο</i>, η [[εκπαιδευτικός]]<br />[[εκπαιδευτικός]] [[λειτουργός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκπαίδευση (α. «εκπαιδευτικά τέλη» β. «εκπαιδευτικοί λειτουργοί» — δάσκαλοι και καθηγητές που υπηρετούν στην εκπαίδευση)
2. (αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η εκπαιδευτικός
εκπαιδευτικός λειτουργός.