Ελευσίνιος: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
(11)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[Ἐλευσίνιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα [[Ελευσίνια]]<br />τα [[Ελευσίνια]] Μυστήρια [[προς]] τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[Ἐλευσίνιος]]<br />[[επίκληση]] του [[Διός]] στην Ιωνία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἐλευσινία</i><br />[[επίκληση]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Ἐλευσίνιον</i><br />[[ναός]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
|mltxt=-α, -ο (AM [[Ἐλευσίνιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τα [[Ελευσίνια]]<br />τα [[Ελευσίνια]] Μυστήρια [[προς]] τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[Ἐλευσίνιος]]<br />[[επίκληση]] του [[Διός]] στην Ιωνία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἐλευσινία</i><br />[[επίκληση]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Ἐλευσίνιον</i><br />[[ναός]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
}}
}}

Revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (AM Ἐλευσίνιος, -α, -ον)
1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τα Ελευσίνια
τα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. Ἐλευσίνιος
επίκληση του Διός στην Ιωνία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐλευσινία
επίκληση της Δήμητρας και της Περσεφόνης
3. το ουδ. ως ουσ. το Ἐλευσίνιον
ναός της Δήμητρας και της Περσεφόνης.