μεσοπνευμόνιος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ος<br /><b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών πνευμόνων («μεσοπνευμόνιες αρτηρίες»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μεσοπνευμόνιο]]<br /><b>ανατ.</b> το [[μεσοθωράκιο]].
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ος<br /><b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών πνευμόνων («μεσοπνευμόνιες αρτηρίες»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μεσοπνευμόνιο]]<br /><b>ανατ.</b> το [[μεσοθωράκιο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος
ανατ.
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών πνευμόνων («μεσοπνευμόνιες αρτηρίες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το μεσοπνευμόνιο
ανατ. το μεσοθωράκιο.