καυστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(20)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καυστήριος]], -ία, -ον (ΑΜ) [[καυστήρ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καυτηριάζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[καυστηρία]]<br />η [[καυτηρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[καυστήριον]] (μτγν. τ. του [[καυτήριον]])<br />το κεραμευτικό [[καμίνι]].
|mltxt=[[καυστήριος]], -ία, -ον (ΑΜ) [[καυστήρ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καυτηριάζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[καυστηρία]]<br />η [[καυτηρίαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[καυστήριον]] (μτγν. τ. του [[καυτήριον]])<br />το κεραμευτικό [[καμίνι]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

καυστήριος, -ία, -ον (ΑΜ) καυστήρ
μσν.
1. αυτός που καυτηριάζει
2. το θηλ. ως ουσ. καυστηρία
η καυτηρίαση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. του καυτήριον)
το κεραμευτικό καμίνι.