καυστήριος
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
Greek Monolingual
καυστήριος, -ία, -ον (ΑΜ) καυστήρ
μσν.
1. αυτός που καυτηριάζει
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καυστηρία
η καυτηρίαση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. του καυτήριον)
το κεραμευτικό καμίνι.