καυστήριον
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
v. καυτήριον.
Greek Monolingual
καυστήριον, τὸ (Α)
βλ. καυστήριος.
Middle Liddell
[v. καυτήριον