παραμήριος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παραμήριον]]<br />[[εγχειρίδιο]] και, γενικά, κοφτερό όπλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[παραμήριος]] [[μάχαιρα]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαχαίρι]] που έφεραν στο πλάι του μηρού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παραμήρια]]<br />τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παραμήριον]]<br />[[εγχειρίδιο]] και, γενικά, κοφτερό όπλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[παραμήριος]] [[μάχαιρα]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαχαίρι]] που έφεραν στο πλάι του μηρού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παραμήρια]]<br />τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμήριον
εγχειρίδιο και, γενικά, κοφτερό όπλο
αρχ.
1. φρ. «παραμήριος μάχαιρα»
(κατά τον Ησύχ.) μαχαίρι που έφεραν στο πλάι του μηρού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμήρια
τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μηρός + κατάλ. -ιος].