ερίτιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(14) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐρίτιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πράγματα)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], ο [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) εντιμότατος, [[αξιότιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐρίτιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πράγματα)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], ο [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) εντιμότατος, [[αξιότιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐρίτιμος]]<br />[[είδος]] ψαριού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐριτίμως</i> (Μ)<br />πολύτιμα, με [[μεγάλη]] [[αξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιό</i>-<i>τιμος</i>, <i>επί</i>-<i>τιμος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐρίτιμος, -ον)
1. (για πράγματα)
αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος
2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος
είδος ψαριού.
επίρρ...
ἐριτίμως (Μ)
πολύτιμα, με μεγάλη αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τιμος < τιμή
πρβλ. αξιό-τιμος, επί-τιμος].