ερίτιμος

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐρίτιμος, -ον)
1. (για πράγματα)
αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος
2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.ἐρίτιμος
είδος ψαριού.
επίρρ...
ἐριτίμως (Μ)
πολύτιμα, με μεγάλη αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τιμος < τιμή
πρβλ. αξιότιμος, επίτιμος].