θυστήριος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυστήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[θυστήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θυστήριος]]<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θυστήριον]]<br />«όρμητήριον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο [[είτε]] του <i>θύω</i> (I) [[είτε]] του <i>θύω</i> (ΙΙ) και αποτελεί [[ένδειξη]] της πιθ. αρχικής ταύτισης τών δύο ρημάτων]. | ||
}} | }} |