θυστήριον
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁρμητήριον, Suid.; but θυστηρίοις· θυμιατηρίοις, Hsch. θυστήριος, ὁ, epithet of Dionysus, EM455.31. θύστης, ου, Dor. θύστας, α, ὁ, sacrificing priest (Cret.), Hsch. θύστινον· τρίχινον, οἱ δὲ μεσοτριβῆ, Id. θύστρα, τά, = θύματα, SIG1026.24 (Cos).
German (Pape)
[Seite 1228] τό, erkl. Suid. ὁρμητήριον.
Greek Monolingual
θυστήριον, τὸ (Α) [θύω (I)]
(κατά τον Ησύχ.) «θυτηρίοις
θυμιατηρίοις».